- κολακείας
- κολακείᾱς , κολακείαflatteryfem acc plκολακείᾱς , κολακείαflatteryfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CERBERUS — a Poêtis fingitur canis triceps; inferorum custos, quem ab Hercule catenâ ab inferis tractum esse iidem fabulantur. Virgil. Aen. l. 6. v. 417. Cerberus haec ingens latratu regna trifauci Personat, adverso recubans immams in antro. Tibullus, l. 3 … Hofmann J. Lexicon universale
SAPIENTES — Graece Σοφοὶ, quorum mentio 1. Corinth. c. 1. v. 20. Ubi Sapiens? ubi Scriba? ubi Disquisitor saeculi huius? Pharisaei videntur fuisse: Licet enim titulus hic omnibus Legis Doctoribus, apud Hebraeos, communis esset, nihilominus tanen iam pridem… … Hofmann J. Lexicon universale
σπάτουλα — η, Ν 1. εργαλείο με λαβή και πλατύ έλασμα με το οποίο απλώνεται πολτώδες υλικό ή ανασηκώνεται υλικό που δεν έχει απόλυτα στερεοποιηθεί, αλλ. σπάθη 2. μτφ. η γλώσσα, ως όργανο γλοιώδους κολακείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. spatola] … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Ψελλός, Μιχαήλ — (Κωνσταντινούπολη 1018 – 1078). Πολιτικός και φιλόσοφος, μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του Βυζαντίου. Μετά τις σπουδές του κοντά στον Νικήτα Βυζάντιο και στον Ιωάννη Μαυρόποδα, ο Ψ. επιδόθηκε στη δικηγορία, υπηρέτησε για ένα διάστημα … Dictionary of Greek